ΙΣΤΟΡΙΑ

Στο 14ο χιλιόμετρο του δρόμου Άργους – Καρυάς, η δεξιά διακλάδωση από την Αγριλίτσα οδηγεί βόρεια στο χωριό Βρούστι, από άνετο σχετικά δρόμο 6 χλμ. με λίγες μόνο στροφές. Μια σύντομη διαδρομή ανάμεσα σε ελαιώνες αρχικά και κατόπιν μέσα σ’ ένα τοπίο άγριας ομορφιάς, μια γοητευτική σύνθεση πέτρας, άγριων θάμνων και σιωπής, που καταλήγει σε μια πλατεία, όπου κάτω από έναν αιωνόβιο πλάτανο τρέχει γάργαρο νερό από μια τρικάμαρη πέτρινη βρύση.

Ορεινή κοινότητα με δύο συνοικισμούς παλαιότερα. Ο ορεινός οικισμός Βρούστι (υψόμ. 660 μ.) του νομού Αργολίδας βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στις νότιες πλαγιές της βουνοσειράς Μπαχριάμι, στην πρώην επαρχία Άργους, και απέχει μόλις 20 χλμ. από το Άργος και 33 χλμ. από το Ναύπλιο. Το πεδινό Βρούστι, τα Σταθαίικα κοντά στο Κουτσοπόδι, ήταν μέχρι το 1920 χειμαδιό των τσοπάνηδων. Τώρα είναι ο βασικός οικισμός ενταγμένος αρχικά στο δήμο Κουτσοποδίου και σήμερα στο Δήμο Άργους.

Για την προέλευση της ονομασίας του Βρουστίου μπορούμε να κάνουμε διάφορες υποθέσεις, που στηρίζονται σε έγγραφα και ιστορικά στοιχεία και αποδίδουν στο όνομα αυτό γερμανικές, σλαβικές  και αλβανικές ρίζες.

Η γερμανική προέλευση του τοπωνυμίου μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι το τοπωνύμιο Βρούστι μνημονεύεται σε Βενετικά έγγραφα του 1465 κοντά στην Καρύταινα. Η Καρύταινα βρίσκεται κοντά και νότια της Φολόης, όπου ο βυζαντινός στρατηγός Στηλίχων νίκησε και διέλυσε τους συγκεντρωμένους εκεί εισβολείς Βησιγότθους μετά το θάνατο του Μ. Θεοδοσίου (395μ.Χ.). Η Φολόη είναι περιοχή της ορεινής Ηλείας, στα σύνορα Αρκαδίας και Αχαίας στους ΝΔ πρόποδες του όρους Ερύμανθου και σε υψόμετρο 600 μέτρων. Η Ηλεία στα Ρωμαϊκά χρόνια εξακολουθεί να ευημερεί, αφού λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων συρρέουν σε όλη την περιοχή άνθρωποι από όλη τη γνωστή δύση (αθλητές και θεατές) φέρνοντας πλούτο και οι Ρωμαίοι ευεργετούν τις πόλεις της Ηλείας με πλουσιοπάροχες δωρεές. Μετά την κατάργηση όμως των Ολυμπιακών Αγώνων το 393 μ. Χ. και το θάνατο του Μ. Θεοδοσίου η περιοχή αντιμετώπισε κρίση και παρακμή, ενώ Γότθοι επιδρομείς από το 267μ.Χ. βλάπτουν όλη την Ηλεία.

Οι Βησιγότθοι και οι Οστρογότθοι υπήρξαν οι δύο κύριοι κλάδοι του γερμανικού φύλου των Γότθων. Μαζί με άλλα βαρβαρικά φύλα απασχολούσαν με λεηλασίες και μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά την τελευταία περίοδο της ζωής της, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως εποχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων. Οι Βησιγότθοι αρχικά αναδείχθηκαν ως ξεχωριστή πληθυσμιακή ομάδα κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., αρχικά στην Βαλκανική, όπου και συμμετείχαν σε πολλές εκστρατείες κατά της Ανατολικής και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο ηγεμόνας των Γότθων Αλάριχος το 396 μ.Χ. κατεβαίνει ανενόχλητος από τη Θεσσαλία στην Πελοπόννησο καταστρέφοντας και λεηλατώντας ό,τι βρίσκει μπροστά του. Οι επιδρομείς των Γότθων του Αλάριχου καίνε την Κόρινθο, καταλαμβάνουν το Άργος και τη Σπάρτη και κάνουν κέντρο των επιχειρήσεων τους το οροπέδιο της Φολόης, όπου εγκαθίστανται. Ο Αλάριχος μάλιστα διαμέλισε το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία και κατέστρεψε ανεπανόρθωτα τις γύρω πόλεις της Ακρώρειας, το Λασιώνα, τον Οπούντα και την Ψωφίδα.

Τότε ο Στηλίχων, στρατηγός του ρωμαϊκού στρατού και ουσιαστικός κυβερνήτης του δυτικού ρωμαϊκού κράτους,  ξεκινάει την άνοιξη του 397 μ.Χ από την Ιταλία, αποβιβάζεται στο Λέχαιο της Κορινθίας και περικυκλώσει αιφνιδιαστικά τους Γότθους στο οροπέδιο Φολόη. Πολλούς τους σκοτώνει και τους υπόλοιπους μαζί με τον Αλάριχο τους αναγκάζει να κρυφτούν στο δάσος, στις σπηλιές και στις ρεματιές. Η σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης όμως χαρακτήρισε την κίνηση του Στηλίχωνα προδοσία, γιατί δεν άφησε να καταστραφεί τελείως ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, ενώ ο Αλάριχος κατόρθωσε να φύγει από τον Κορινθιακό Κόλπο στην Ήπειρο και από εκεί το 401μ.χ. στη δύση.

Φαίνεται ότι οι Βησιγότθοι του Αλάριχου έδωσαν το εδαφωνύμιο Βρούστι, από τη γερμανική λέξη Brust, που σημαίνει στήθος, σε κάποια τοποθεσία στην περιοχή αυτή προς την πλευρά της Αρκαδίας. Το τοπωνύμιο αυτό μαρτυρείται στην περιοχή αυτή της Αρκαδίας και την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατά το 1465. Από εκεί πιθανότατα μεταφέρθηκε και στο Αργολικό Βρούστι, το οποίο πρέπει να εποικίσθηκε από το Θεόδωρο Παλαιολόγο με εποίκους από το αντίστοιχο Αρκαδικό.

Η Δυναστεία των Παλαιολόγων ήταν η τελευταία αυτοκρατορική οικογένεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Γενάρχης της ήταν ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 1261, και η Δυναστεία των Παλαιολόγων διήρκεσε μέχρι τις 29 Μαΐου 1453 και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα των Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο.

Ο Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος, δεύτερος δεσπότης του Μορέως (1382-1407), το 1384 παντρεύτηκε τη Βαρθολομαία, κόρη του άρχοντα της Κορίνθου και δούκα των Αθηνών Νέριο Α΄ Ατσαϊόλι και μαζί με τον πεθερό του κατέλαβαν το 1388 το Άργος και το Ναύπλιο, πόλεις που ανήκαν στη Βενετία. Το 1394 όμως υπό την απειλή των Οθωμανών Τούρκων αναγκάστηκε να ζητήσει τη συμμαχία των Βενετών και επέστρεψε το Άργος στη Βενετία. Το 1394 βρέθηκε στην αυλή του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ στις Σέρρες μαζί με άλλους ηγεμόνες των Βαλκανίων. Ο σουλτάνος τον κράτησε αιχμάλωτο και τον πήρε μαζί του, για να προελάσει στη νότια Ελλάδα.

Ο Θεόδωρος Α΄ κατάφερε να δραπετεύσει από το Οθωμανικό στρατόπεδο και κατέφυγε στην Πελοπόννησο, όπου άρχισε να προετοιμάζει την άμυνα του δεσποτάτου. Στα πλαίσια των μετακινήσεων πληθυσμών για την οργάνωση της άμυνάς του φαίνεται πως μετέφερε κατοίκους από το Αρκαδικό Βρούστι στην Αργολίδα και τους εγκατέστησε στην περιοχή του σημερινού Βρουστίου, στο οποίο έδωσαν αυτή την ονομασία που είχαν και στην Αρκαδία, γιατί πραγματικά το ύψωμα της Αργολίδας, όπου είναι το Βρούστι, μοιάζει με στήθος και η φυσική του θέση είναι ένα «μπαλκόνι», που βλέπει απέναντί του τις κορυφές του Αρτεμισίου και την Καρυά, στα πόδια του την Αγριλίτσα και τη Φρέγκαινα, ενώ από το εξωκκλήσι του Αη- Λια φαίνονται βόρεια και ανατολικά το Νεοχώρι, η Στέρνα, το Μαλαντρένι, το Κουτσοπόδι και πολλά ακόμα χωριά του κάμπου.

Ο Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος μάλιστα ήθελε να ασφαλίσει την Πελοπόννησο οχυρώνοντας και τον Ισθμό και προσπάθησε να δώσει την Κόρινθο στη Βενετία με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της στα έξοδα του τείχους του Ισθμού. Οι διαπραγματεύσεις όμως με τη Βενετία απέτυχαν και οι Τούρκοι το 1397 πραγματοποίησαν μια από τις φοβερότερες επιδρομές στην Πελοπόννησο καταστρέφοντας ολοσχερώς το Άργος που ανήκε στη Βενετία.

Η εκδοχή αυτή μπορεί να συνδυαστεί λογικά με την παράδοση, που λέει ότι το Βρούστι δημιουργήθηκε από τρομοκρατημένους Έλληνες φυγάδες των Τούρκων, που τους περιμάζεψε ψηλά πάνω στο Αρτεμίσιο κάποιος πονόψυχος πασάς και τους έφτιαξε εδώ τα πρώτα σπίτια και την πέτρινη κρήνη, που σώζεται μέχρι σήμερα και είναι από τις πιο όμορφες της Πελοποννήσου. Και στις δύο περιπτώσεις οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού προέρχονται από την Αρκαδία και τους εγκατέστησε στην περιοχή αυτή είτε ο Θεόδωρος Παλαιολόγος είτε κάποιος πασάς στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα μ. Χ., αφού οι Τούρκοι από το 1460 είχαν καταλάβει την Πελοπόννησο.

Υπάρχει όμως και η εκδοχή της αρβανίτικης προέλευσης του Βρουστίου, η οποία στηρίζεται στην αρβανίτικη ονομασία του όρους Μπαχριάμι (Κορυφή), στις πλαγιές του οποίου υπάρχει το Βρούστι, και σε άλλα τοπωνύμια, που υποδηλώνουν ότι και στο Βρούστι εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες.

Είναι γνωστό ιστορικά ότι στις αρχές του 14ου αιώνα νομάδες Αλβανών ποιμένων, που στη χώρα τους αντιμετώπιζαν εμφυλίους πολέμους και έριδες, εγκατέλειπαν την πατρική τους γη και με τα κοπάδια τους κατέβαιναν νοτιότερα, για να βρουν καλύτερη τύχη. Οι Αλβανοί αυτοί ποιμένες ήταν ορεσίβιοι και σκληραγωγημένοι και αποτελούσαν κατάλληλο υλικό για μισθοφόρους στους στρατούς των τοπικών ηγεμόνων της Στερεάς και της Πελοποννήσου. Στους Αλβανούς αυτούς οι Έλληνες και Φράγκοι άρχοντες, οι οποίοι τους χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς, έδιναν μισθό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους υπηρεσίας και έπειτα τους παραχωρούσαν και γεωργικό κλήρο σε ορεινές κυρίως περιοχές. Οι Αλβανοί άφηναν ευχαρίστως τη ζωή του ποιμένος για το γεωργικό επάγγελμα, που τους εξασφάλιζε μόνιμη και σταθερή κατοικία, αξιοποιούσαν την ακαλλιέργητη και εγκαταλελειμμένη χώρα και γίνονταν χρήσιμοι και καλοί γεωργοί. Αυτό είναι το όνειρο του κάθε τσοπάνη σ’ οποιαδήποτε φυλή και αν ανήκει, να αποκτήσει κλήρο και να εγκατασταθεί κάπου μόνιμα. Έτσι έχομε τους πρώτους Αλβανικούς εποικισμούς σε περιοχές της χώρας μας.

Στο μέτρο αυτό έκανε ευρύτατη χρήση για πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς και ο δεσπότης της Πελοποννήσου Θεόδωρος Παλαιολόγος (1383-1407) λίγα χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ο δεσπότης αυτός κάλεσε επίτηδες τα τελευταία έτη της ηγεμονίας του (1405) 10.000 Αλβανούς ποιμένες και τους εγκατέστησε στις χώρες του δεσποτάτου του, κατά προτίμηση σε ορεινές περιοχές, δίνοντάς τους αξιόλογο γεωργικό κλήρο. Με τον τρόπο αυτό απέκτησε και ωφελίμους υπηκόους, ικανούς για τα έργα της ειρήνης, και πρόθυμους και ικανούς πολεμιστές, αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.

Οι Αλβανοί που κατέβηκαν στην Ελλάδα ανήκαν στη φάρα των Τόσκηδων, μια από τις τρεις Αλβανικές φάρες. Οι άλλες δύο ήσαν οι Γκέκηδες και οι Λιάπηδες. Οι Τόσκηδες ήταν ορθόδοξοι Χριστιανοί, εν αντιθέσει με τους Γκέκηδες και Λιάπηδες, που ήταν καθολικοί και κατοικούσαν το τμήμα της Αλβανίας νότια του Σκούμπη ποταμού. Γείτονες με τους Έλληνες της Ηπείρου, είχαν επηρεασθεί από το Ελληνικό στοιχείο και είχαν αποκτήσει πολλές ομοιότητες με τους Έλληνες. Η Τουρκοκρατία επίσης προκάλεσε την εχθρότητα των Αλβανών εποίκων προς τους κατακτητές και αλλόθρησκους Τούρκους και τους ένωσε περισσότερο με τους Έλληνες.

Είναι πολύ πιθανό, λοιπόν, ανάμεσα στους πρώτους κατοίκους, που εγκαταστάθηκαν στο Βρούστι, να υπήρχαν και αλβανόφωνοι ή να προστέθηκαν αργότερα με τις μετακινήσεις πληθυσμών κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Αναφέρεται μάλιστα και μια συγκεκριμένη περίπτωση εγκατάστασης Αρβανιτών στο Βρούστι. Στο διάστημα 1388-1394 κάποιοι Αρβανίτες από τη φάρα των Μπουαίων με επικεφαλής τον Πέτρο Μπούα Σκλέπα (=κουτσός), αρχηγό των Μπουαίων και των Αρβανιτών της Αρκαδίας, αναμείχτηκαν στη διαμάχη ανάμεσα στους Παλαιολόγους του Μυστρά και τους Κατακουζηνούς της Μάνης, που διεκδικούσαν το Δεσποτάτο του Μοριά. Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος βρήκε μια ομάδα απ’ αυτούς που είχαν εγκατασταθεί στην Παλαιοκατούνα της Αργολίδας, μια περιοχή ανάμεσα στην Αγριλίτσα και το Μάζι. Οι Αρβανίτες κατοικούσαν σε οικισμούς γνωστούς στα αρβανίτικα ως «κατούντ», κατούνες, που ήταν περισσότερο τόποι όπου κατασκήνωναν περιοδικά, παρά μόνιμες εγκαταστάσεις. Τους Αρβανίτες αυτούς ο Θεόδωρος Παλαιολόγος τους χώρισε στα δύο και έστειλε τους μισούς στο Βρούστι και τους υπόλοιπους τους άφησε και δημιούργησαν το χωριό Μάζι στους ανατολικούς πρόποδες του Αρτεμισίου.

Από τους Αρβανίτες που κατοίκησαν στο Βρούστι ήταν φυσικό να μείνουν και κάποια γλωσσικά στοιχεία αποτυπωμένα στα ονόματα και στις τοποθεσίες του χωριού, όπως το Μπαχριάμι, η Λουτσίτσα, η Μοτσιάρα κ.α. Το χωριό του Βρουστίου πάντως δε φαίνεται να έχει σχέση με τα άλλα αρβανιτοχώρια της Αργολίδας (Χαρβάτι, Γκέρμπεσι, Μάνεσι, Μπερμπάτι, Μπέλεσι, Πρίφτιανι, Κούτσι κ.α.), αλλά σίγουρα υπήρχαν ανάμεσα στους κατοίκους του και αλβανόφωνοι.

Μια τρίτη εκδοχή αποδίδει στο όνομα του χωριού σλάβικες ρίζες. Συγκεκριμένα ο γερμανός γλωσσολόγος και βυζαντινολόγος Μαχ Φάσμερ (Max Vasmer)  στο έργο του «Οι Σλάβοι στην Ελλάδα» και στο κεφάλαιο περί Αργολίδος σημειώνει ότι το όνομα Βρούστι έχει σλαβική αφετηρία και σημαίνει τόπο άδενδρο, σκληρό τοπίο. Πράγματι η πέτρα και η σιωπή είναι τα χαρακτηριστικά του χωριού, ιδιαίτερα σήμερα που είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Ένας συνδυασμός που προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα γαλήνης, ηρεμίας, αλλά και αδιόρατου φόβου, που προέρχεται από τη θέα των πέτρινων χαλασμάτων, των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, που στέκουν βουβά με τα πορτοπαράθυρα σφαλιστά ή μισάνοιχτα να κρέμονται, αφού δεν άντεξαν τη σκουριά του χρόνου, τη δύναμη των βοριάδων, τη φυγή και την απουσία των ανθρώπων. Αν ισχύει αυτό όμως, τότε έπρεπε να υπάρχουν πάρα πολλά ίδια τοπωνύμια, πού να δηλώνουν τις γυμνές από δένδρα εκτάσεις ή περιοχές. Τοπωνύμιο Βρούστι όμως, εκτός Αργολίδας και Αρκαδίας, πουθενά αλλού δεν υπάρχει.

Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορούμε να δεχθούμε με ικανή βεβαιότητα ότι ο πρώτος οικισμός του Βρουστίου στην Αργολίδα δημιουργήθηκε στο τέλος του 14ου αιώνα με εποίκους από την Αρκαδία και η ονομασία του χωριού Βρούστι προέρχεται από το αντίστοιχο της Αρκαδίας, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το γερμανικό Brust, που σημαίνει στήθος.

Το Βρούστι το μνημονεύει και η Βενετική απογραφή του 1700 με 20 οικογένειες και 81 κατοίκους συνολικά.   Το 1834 έχει 26 οικογένειες και 96 κατοίκους. Το 1886 το Βρούστι είχε 156 κατοίκους, όπως σημειώνει ο Αντώνης  Μηλιαράκης στο έργο του «Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία τού νομού Αργολίδος και Κορινθίας». Τα στοιχεία της απογραφής του ελληνικού πληθυσμού του 1879 εμφανίζουν το Βρούστι με 156 κατοίκους. Αυτά τα στοιχεία φαίνεται πως είχε υπόψη του Ο Μηλιαράκης, γιατί στην επόμενη απογραφή του 1889 το Βρούστι εμφανίζεται με 190 κατοίκους. Δέκα χρόνια αργότερα οι κάτοικοι του χωριού φτάνουν στους 210, σύμφωνα με την απογραφή του 1896 και σταδιακά αυξάνονται, για να φτάσουν στους 343 στην απογραφή του 1920. Το 1928 εμφανίζονται για πρώτη φορά μόνιμοι κάτοικοι και στα Σταθαίικα, τα χειμαδιά των Βρουσταίων, που σιγά – σιγά αυξάνουν το μόνιμο πληθυσμό τους σε βάρος του κύριου οικισμού του Βρουστίου

Σήμερα μοναδικά σημάδια ζωής στο Βρούστι ένα μακρινό κουδούνισμα από τα λιγοστά γιδοπρόβατα που απέμειναν, ένα γαύγισμα, ένα βέλασμα, το νερό που κελαρίζει στη ρεματιά το χειμώνα και 15 περίπου – ασπρομάλληδες οι περισσότεροι- κάτοικοι, που προσπαθούν να κρατήσουν την τελευταία του ανάσα. Οι πολυπληθείς κάποτε οικογένειες των Αγγελοπουλαίων, Γκολφιναίων Σταυροπουλαίων, Βασιλοπουλαίων, Σωτηροπουλαίων, Χριστοπουλαίων, Ταραντιλαίων, Τοτσικαίων, Μαντεσαίων, Μητσακαίων, Ρεμπελέων κ.α. αναζήτησαν καλύτεροι τύχη στην Αυστραλία, την Αμερική, την Αθήνα και το Άργος από τη δεκαετία του 1960 και κατά κανόνα πρόκοψαν όλοι τους. Στα σοκάκια και τις αυλές του χωριού, που κάποτε ζωντάνευαν από τις κουβέντες, τα τραγούδια, τις φωνές, τις μουσικές και τα μοιρολόγια των ανθρώπων, σήμερα βασιλεύει η σιωπή.

Παρόλα αυτά κάποιοι φαίνεται να ελπίζουν το ξανάνιωμα του χωριού. Ορισμένοι βρουστιώτες που ξαναχτίζουν τα πατρικά τους σπίτια, κάποιοι ξένοι που αγοράζουν και αναπαλαιώνουν τα παραδοσιακά σπίτια και άλλοι που ανακαλύπτουν την παρθένα ομορφιά αυτού του τόπου και αναζητούν εδώ μια γωνιά για να στεριώσουν. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και κάποιες προτάσεις τουριστικής αξιοποίησης των μοναδικών πέτρινων σπιτιών και του παλιού σχολείου με την ένταξή τους σε προγράμματα αγροτουρισμού και τη μετατροπή τους σε ξενώνες, κάτι που θα αποτελούσε «φιλί της ζωής» για το χωριό. Το μοναδικό της Αργολίδας ίσως, που ολόκληρο – σπίτια, μάντρες, αποθήκες, αχυρώνες, φούρνοι, κρήνες, αλώνια, πεζούλες, σκάλες, αυλές–  είναι χτισμένο από πέτρα.

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

Πηγή